υποδαυλίζω

υποδαυλίζω
υποδαυλίζω, υποδαύλισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποδαυλίζω — Ν 1. ανακινώ τους δαυλούς τής φωτιάς ή βάζω νέους δαυλούς για να τήν διατηρήσω 2. μτφ. (σχετικά με εχθρότητα, μίσος, πάθος) υποκινώ, υποθάλπω, αναζωπυρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + δαυλός + κατάλ. ίζω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1872 στον Αρ.… …   Dictionary of Greek

  • υποδαυλίζω — υποδαύλισα, υποδαυλίστηκα, υποδαυλισμένος 1. βάζω δαυλιά στη φωτιά ή τα ανασκαλεύω για να την αναζωπυρώσω. 2. μτφ., υποκινώ, υποθάλπω, αναμοχλεύω: Υποδαυλίζει το μίσος ανάμεσα στις δύο οικογένειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υποδαύλιση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποδαυλίζω («η υποδαύλιση τών παθών τού εμφυλίου πολέμου και τού μίσους στον λαό αποτελεί εθνικό έγκλημα σήμερα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υποδαυλίζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποδαύλισις, μαρτυρείται από το 1872 στον Φρ.… …   Dictionary of Greek

  • αναμοχλεύω — (Α ἀναμοχλεύω) ανασηκώνω, μετακινώ αντικείμενο με μοχλό νεοελλ. εξάπτω, ανακινώ θέμα λησμονημένο, φέρνω κάτι πάλι στην επιφάνεια, υποδαυλίζω αρχ. 1. παραβιάζω, ανοίγω βίαια 2. αποκαλύπτω κάτι κρυφό, φέρνω σε φως, φανερώνω βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα …   Dictionary of Greek

  • αναξέω — (Α ἀναξέω) νεοελλ. 1. (για πληγές) ερεθίζω με ξύσιμο, ανοίγω πάλι το τραύμα 2. (για εχθρότητα, πάθος κ.λπ.) ανανεώνω, υποδαυλίζω, επαναφέρω σε οξύτητα αρχ. κάνω κάτι λείο ή στιλπνό, λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ξέω «ξύνω,… …   Dictionary of Greek

  • ανασκαλεύω — 1. σκαλίζω πάλι ελαφρά, σκαλίζω με εργαλεία ή με τα χέρια, σγαρλίζω, σκάβω 2. μτφ. (για φωτιά) υποδαυλίζω 3. (για πράγματα) ανακατώνω ζητώντας κάτι, προσπαθώ να εξιχνιάσω, ερευνώ …   Dictionary of Greek

  • ανατσυγγρίζω — ερεθίζω πάλι, ανασκαλίζω, υποδαυλίζω …   Dictionary of Greek

  • εκτύφω — ἐκτύφω (Α) 1. καίω με αργή φωτιά, υπεκκαίω* φλέγω 2. υποδαυλίζω, 3. (μέσ. και παθ.) ἐκτύφομαι στερούμαι την όρασή μου, χάνω τα μάτια μου («ἐξετύφην μὲν οὖν κλαίουσα», Μένανδρ.) …   Dictionary of Greek

  • παρακαλώ — έω και άω / παρακαλῶ, έω, ΝΜΑ 1. ζητώ ικετευτικά και επίμονα από κάποιον να κάνει κάτι για χάρη μου, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, διατυπώνω παράκληση («μη, παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου», Οδ. Ελύτης) 2. απευθύνω δέηση, ικεσία στον Θεό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”